αλληλασφάλεια

αλληλασφάλεια
η
αμοιβαία ασφάλεια δύο ή περισσότερων προσώπων χωρίς κέρδος: Μαζί με μερικούς άλλους έχουμε αλληλασφάλεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλασφαλιστικός — ή, ό [αλληλασφάλεια] ο σχετικός με την αλληλασφάλιση …   Dictionary of Greek

  • αλληλασφαλιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αλληλασφάλεια: Υπάρχουν ορισμένοι αλληλασφαλιστικοί οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”